- πνευματιστής
- ο, θηλ. πνευματίστρια, Νοπαδός τού πνευματισμού, αυτός που ασχολείται με τα λεγόμενα πνευματιστικά φαινόμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατoς + -ιστής, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. spititualiste. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη].
Dictionary of Greek. 2013.